σίγραι

σίγραι
σίγραι
Meaning: τῶν ἀγρίων συῶν οι βραχεῖς καὶ σιμοί H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. σίκα s.v. σίαλος.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σίγραι — wild swine masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγραι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀγρίων συῶν οἱ βραχεῑς καὶ σιμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεχαι πιθ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σίκα ὗς» (βλ. και λ. σῦς)] …   Dictionary of Greek

  • σιγγρίασις — και σιγρίασις, άσεως, ἡ, Μ αβαθής και επώδυνη εξέλκωση τού βλεννογόνου τής στοματικής κοιλότητας τών ιπποειδών, η άφτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σίγραι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”